παραλήπτης

παραλήπτης
ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω]
νεοελλ.
αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι' αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής»)
αρχ.
1. άτομο που εισπράττει τους φόρους
2. φρ. «παραλήπτης σίτου» — άτομο επιφορτισμένο να παραλαμβάνει το συσσίτιο τών στρατιωτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλήπτης — ο θηλ. τρια αυτός που παίρνει κάτι, αυτός στον οποίο στέλνεται κάτι: Η αλληλογραφία πρέπει να στέλνεται ταχυδρομικώς μόνο στην παραλήπτρια υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραληπτῆς — παραληπτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραληπτά — παραληπτά̱ , παραληπτής receiver masc nom/voc/acc dual παραληπτής receiver masc voc sg παραληπτής receiver masc nom sg (epic) παραληπτός to be received neut nom/voc/acc pl παραληπτά̱ , παραληπτός to be received fem nom/voc/acc dual παραληπτά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτοπαραλήμπτης — ὁ, Α παραλήπτης χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + παραλημπτής, άλλος τ. τού παραλήπτης] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει …   Dictionary of Greek

  • αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… …   Dictionary of Greek

  • λήπτης — ο (Α λήπτης) αυτός που παίρνει, που δέχεται κάτι, παραλήπτης, δέκτης, αποδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ (στην ιων. αττ. ληβ ) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψη, λήμμα)] …   Dictionary of Greek

  • λήπτωρ — ο δέκτης, αποδέκτης, λήπτης, παραλήπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ (ιων. αττ. ληβ ) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”